ψιλότητας

ψιλότητας
ψῑλότητας , ψιλότης
bareness
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συσσώζω — Α 1. διασώζω από κοινού («συσσώσειν έμέ πάσαις τέχναις», Αριστοφ.) 2. διαφυλάσσω («κινδυνεύοντες ξυνεσώσαμεν ὑμᾱς», Θουκ.) 3. διατηρώ («εἰ... δασύτητας καὶ ψιλότητας δύναιτο συσσῴζειν», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”